[...]
Κατά κανόνα, οι βοσκότοποι περιελάμβαναν εκτάσεις, μεγάλες ή μικρές, οι οποίες κι αυτές είχαν τα δικά τους στοιχεία για τη διατροφή των ζώων (κλαδερά,μανιτάρια κ.λπ.). Σ' αυτές τις δασικές εκτάσεις υπήρχαν διάφορα ξέφωτα ή γυμνές ζώνες-περάσματα, πολύ χρήσιμα και για τη βόσκηση αλλά και τη γενικότερη διαχείριση και οργάνωση του χώρου ως προς τις κινήσεις και τις μετακινήσεις των κοπαδιών.Στα μεγάλα ξέφωτα, εκεί μάλιστα που υπήρχαν και νερά φτιάχνονταν οι στρούγκες για το άρμεγμα, που ήταν ταυτόχρονα και γρέκια για το ξενύχτισμα των ζώων. Οι γυμνές ζώνες χρησίμευαν ως περάσματα των κοπαδιών.Και τα δύο αυτά στοιχεία ήταν πολύ σημαντικά για τη διαχείριση των βοσκοτόπων και των κοπαδιών.Συνέβη, λοιπόν, κάποτε, η δασική υπηρεσία να θεωρήσει απαραίτητη την δάσωση τέτοιων περασμάτων και ξέφωτων και φυτεύτηκαν δέντρα γι' αυτόν τον σκοπό. Οι χωριανοί αυτό το θεώρησαν όχι μόνο απαράδεκτο, αλλά εχθρική πράξη απέναντι στην κτηνοτροφία και στην ίδια την κοινότητα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να καταστρέψουν αυτές τις φυτείες. Έκαναν τρύπες στους τρυφερούς κορμούς των δέντρων βάζοντας μέσα σκάρφη, ένα φυτό που χρησιμοποιείται για πολλούς φαρμακευτικούς σκοπούς.Έτσι τα δέντρα ξεραίνονταν... Αναφέροντας το γεγονός αυτό στην εισήγησή μου, προκλήθηκε αναστάτωση στο ακροατήριο. Άκουσα μάλιστα κάποιους φανατικούς περιβαλλοντιστές να λένε «εφιαλτικό»! Στο τέλος δέχτηκα σχετική ερώτηση. Τους απάντησα ότι συμμετείχα κι εγώ, φοιτητής τότε, σ' αυτήν την πράξη αντίστασης της τοπικής κοινωνίας απέναντι σε μια γραφειοκρατική και επιστημονικοφανή αντίληψη των πραγμάτων. Η οικολογία της έδρας απέναντι στην τοπική γνώση. Το αστικό ήθος, η αστεακή φυσιολατρεία απέναντι στο αγροτοποιμενικό ήθος, στη βιωματική αειφορία. Οι κτηνοτρόφοι αυτοί διατήρησαν επί αιώνες αυτό το περιβάλλον, όχι γιατί ήταν φορείς κάποιας οικολογικής ιδεολογίας, αλλά γιατί εξαρτώνταν από αυτό, γνώριζαν τα όριά του και φρόντιζαν να μην το καταστρέψουν. Ναι, ήταν πράξη αντίστασης μιας τοπικής κοινότητας που είχε τον έλεγχο των φυσικών πόρων της απέναντι σε μια κρατική γραφειοκρατία που επιδίωξε την αλλοτρίωσή της στο όνομα της ανάπτυξης. Αυτές οι κοινωνίες για αιώνες διαχειρίστηκαν με σοφία τη φύση γύρω τους όχι χάρη σε κάποια οικολογική ευαισθησία αλλά στη βάση μιας βιωματικής αειφορίας, γνωρίζοντας δηλαδή τα όρια των φυσικών πόρων, εμπειρικά φρόντιζαν να μην τους εξαντλούν, ώστε να αναπαράγονται και μαζί τους να αναπαράγονται οι υλικές αλλά και συμβολικές προϋποθέσεις της επιβίωσης και αναπαραγωγής τους.
ΕΘΝΟΟΙΚΟΤΟΠΙΚΑ, Βασίλης Νιτσιάκος