Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Henry Thoreau,  «Γιατί πήγα να ζήσω σε μια καλύβα στο δάσος» 

 






Έχουμε ανάγκη το τονωτικό της άγριας φύσης – να τσαλαβουτήσουμε κάποιες φορές σε βάλτους όπου παραμονεύει ο νυχτοκόρακας και η αγριόκοτα, να ακούσουμε το βροντερό κρώξιμο της βαλτομπεκάτσας· να μυρίσουμε το σπαθόχορτο που θροΐζει στον άνεμο, στα μέρη όπου μονάχα τα πιο άγρια και μοναχικά πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους, εκεί όπου το κουνάβι σέρνεται με την κοιλιά στο έδαφος. Ενώ επιθυμούμε με όλη μας την ψυχή να εξερευνήσουμε και να μάθουμε τα πάντα, την ίδια στιγμή απαιτούμε να μείνουν τα πάντα μυστηριώδη και ανεξερεύνητα, να είναι απείρως άγριες η στεριά και η θάλασσα, αχαρτογράφητες και ακατανόητες και οι δυο τους, αφού δεν είναι σε θέση ο άνθρωπος να τις εξιχνιάσει. Τη Φύση δεν τη χορταίνουμε ποτέ μας. Εκείνες τις μέρες η αργία ήταν για μένα η πιο ελκυστική και παραγωγική μορφή εργασίας. Πολλά ήταν τα πρωινά που εξαφανιζόμουν, προτιμώντας να περνώ με τον τρόπο αυτό τις πιο πολύτιμες ώρες της ημέρας. Ήμουν πλούσιος τότε, όχι σε χρήμα αλλά σε ηλιόλουστες ώρες και καλοκαιριάτικες ημέρες και τις ξόδευα απλόχερα. Και δε μετανιώνω που δε σπατάλησα περισσότερο καιρό στο εργαστήρι ή στην έδρα του δασκάλου. Όμως από τότε που έφυγα μακριά από τις όχθες αυτές, οι ξυλοκόποι ενέτειναν το καταστροφικό τους έργο κι έτσι για πολλά χρόνια δε θα μπορώ πλέον να περιπλανιέμαι μέσα στα πυκνά δάση που υπήρχαν κάποτε εδώ, σταματώντας πού και πού στα λιγοστά ξέφωτα από τα οποία μπορούσες να διακρίνεις την επιφάνεια της λίμνης. Η Μούσα μου δικαιολογείται να σωπαίνει από εδώ και πέρα. Πώς να περιμένεις από τα πουλιά να τραγουδήσουν όταν έχουν χαθεί τα περιβόλια τους;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΘΝΟΟΙΚΟΤΟΠΙΚΑ, Βασίλης Νιτσιάκος

 [...] Κατά κανόνα, οι βοσκότοποι περιελάμβαναν εκτάσεις, μεγάλες ή μικρές, οι οποίες κι αυτές είχαν τα δικά τους στοιχεία για τη διατροφή τ...