Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα.
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαΐδια, οι στάχτες.Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κι η γυναίκα, πάνε τα παλικάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,του Λόγου και οι προφήτες.Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τ’ αλέτρια,κι η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,δε βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμει.Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα και πιο πολύ από τη γωνιά που του σπιτιού η καρδιά ειναι,κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου.