(Από το βιβλίο του Βασίλη Γκουρογιάννη «Ο τελευταίος στρατιώτης της 8ης Μεραρχίας»)
«Σ” ένα χαντάκι, σκεπασμένο με χιόνι, ο Ψαρής μου κόλλησε. Πεινασμένο, μουσκεμένο ως το κόκαλο, ταλαιπωρημένο από το αδιάκοπο τρέξιμο πάνω στα κατσάβραχα, ήταν γραφτό του να μείνει εκεί. Το χάιδεψα λίγο στο σβέρκο και το φίλησα. Και κίνησα. Σε λίγα βήματα γύρισα να ιδώ για τελευταία φορά. Μπορεί να ήταν ζώο, αλλά ήταν σύντροφος στον πόλεμο. Είχαμε δει τόσες φορές μαζί το θάνατο, είχαμε περάσει μαζί μερόνυχτα ζωής, τέτοια που δεν λησμονιέται ποτέ. Και το είδα να με κοιτάζει που έφευγα. Τι ματιά ήταν αυτή βρε παιδιά. Πόσο παράπονο, πόση λύπη φανέρωνε. Μ” έπιασε το κλάμα. Ο πόλεμος δεν αφήνει καιρό για τέτοια. Σε μια στιγμή σκέφτηκα να το σκοτώσω. Δεν βάσταξε όμως η καρδιά μου. Και το άφησα εκεί. Με κοίταζε ώσπου χάθηκα πίσω από τον βράχο»
. -Κωστής Παλαμάς: Πως πεθαίνουν τ' άλογα.
Περνούσα το δρόμο της Κηφισιάς· κοντά στη γωνία του βασιλικού κήπου βλέπω ανθρώπους μαζεμένους· όλοι τα είχαν τα μάτια τους προσηλωμένα κάτου· κάποιος, είπα, κάτι θα έπαθε· τίποτε μαχαιριές, τίποτε μεθύσι, τίποτε αρρώστια, τα συνηθισμένα· και πλησίασα. Κι είδα ξαπλωμένο καταγής όχι άνθρωπον· άλλο πλάσμα· ένα άλογο. Πεσμένο ήταν στο ζερβί πλευρό· βαριά βαριά το κεφάλι του στη λάσπη παραιτημένο, σα σφιχτοκαρφωμένο στη γη· το κορμί του μονάχα σάλευεν από στιγμή σε στιγμή σαν από βαρύν αγώνα· σα να γύρευε να ξανασάνει, να λυτρωθεί, να ξανασηκωθεί· του κάκου, του κάκου· συντριμμένα τα κόκαλά του, πόνος το 'σφαζε, μαρτύριο το 'πνιγε. Τέντωνε τα πόδια και κάπου κάπου τ' ανασήκωνε το έν' από τα πισινά του, το δεξί, και το κουνούσε αργά δύο τρεις φορές· έλεγες πως κάποιον έκραζε· και πάλι το ξανάριχνεν αδούλευτο, κι έμενεν ακίνητο. Ήταν στο τραβάι μ' άλλα δύο· γλίστρησε κι έπεσε· και πέφτοντας χτύπησε· τα σίδερα του σύντριψαν τη ραχοκοκαλιά· τ' άλλα δύο συντρόφια του το πατήσαν και αυτά κακά, τ' αποτελείωσαν. Το 'βγαλαν έξω απ' τη γραμμή, το τραβάι με τ' άλλα τράβηξε το δρόμο του. Το χτυπημένο ώρα την ώρα έπεφτε σε πιο μεγάλο βύθος· τριγύρω του οι μαζωμένοι κοίταζαν, φλυαρούσαν, χωράτευαν, γελούσαν. Κι εκεί μπροστά στα μάτια τους το πλάσμα του Θεού ψυχομανούσε κι έδινε του λογικού, το άλογο, το πλέον αξιομίμητο, το πλέον ιερό παράδειγμα : πως να ζει κανείς και πως να πεθαίνει! Τον αγώνα της ζωής δεν τον φοθήθηκε· την Μοίρα την ανίκητη να τη νικήσει δε στοχάστηκε τρελά· σα στωικός φιλόσοφος υπόμεινε την πίκρα· σα στωικός φιλόσοφος έμεινε μακριά από την κακίαν. Απάνου στη δουλειά το χτύπησεν ο κεραυνός της Μοίρας· αλίμονο σ' αυτόν που πέσει· εχθροί του γίνοντ' όλοι, ξένοι και δικοί· έτσι, τα συντρόφια του δεν του 'δωσαν βοήθεια· μάλιστα του έκαμαν κακό· δεμένα κι αυτά, τράβηξαν ανήμπορα το δρόμο τους όσο που νά 'ρθ' η ώρα τους. Έπεσεν ήσυχα ήσυχα, χωρίς φωνή, χωρίς κυλίσματα, χωρίς τινάγματα· κι ο ιδρώτας της αγωνίας χύθηκεν απάνου του προτού στεγνώσει ο ιδρώτας της εργασίας. Νόμιζες όχι πως βασανίζεται συντριμμένο και χαροπολεμά· θαρρούσες πως απλώθηκε να ξαποστάσει και άθελα το πήρε ο ύπνος· έζησε σα μάρτυς και πέθανε σαν ήρωας· κι άθελα ψιθύρισα : Άνθρωπε παραδειγματίσου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου